γεννητος

γεννητος
    γεννητός
    дор. γεννᾱτός 3
    1) рожденный

(θεοί Plut.)

; перен. смертный
    

(γ. καὴ ἐπίγειος Luc.)

    2) природный, родной
    

(εἴτε γ. εἴτε ποιητὸς υἱός Plat.)

    3) рождающийся, возникающий
    

(αἴτια γεννητὰ καὴ φθαρτά Arst.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "γεννητος" в других словарях:

  • γεννητός — γεννητός, ή, όν (AM) [γεννώ] αυτός που οφείλει την ύπαρξή του σε γέννηση και δεν πλάστηκε ως κτίσμα τής Δημιουργίας («θεὸν γεννητὸν κατὰ σάρκα», «οὐκ ἐγήγερται ἐν γεννητοῑς γυναικῶν μείζων Ἰωάννου τοῡ Βαπτιστοῡ», ΚΔ) ή δεν υιοθετήθηκε («εἴτε… …   Dictionary of Greek

  • γεννητός — begotten masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεννητόν — γεννητός begotten masc acc sg γεννητός begotten neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεννητοῖς — γεννητός begotten masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεννητοί — γεννητός begotten masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεννητούς — γεννητός begotten masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεννητῆς — γεννητός begotten fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεννητή — γεννητός begotten fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεννητῶς — γεννητός begotten adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεννητῷ — γεννητός begotten masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοχλογέννητος — κοχλογέννητος, ον (Α) αυτός που έχει γεννηθεί από όστρακο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόχλος + γεννητος < γεννητός < γεννώ), πρβλ. ηλιο γέννητος, πορφυρο γέννητος] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»